|
Με κάρβουνο απ’ τη Γη
Κι αν είναι ο λόγος μου φθαρμένος στη φωνή μου,
με λέξεις άνομες και εικόνες θυμικές,
μοιάζει το νόημα, να πνίγει τη μορφή μου
και η ανάσα μου, να καίει το παρόν.
Φθαρμένο λόγο, η μοναξιά τον καρτεράει.
Την ερημιά, μονολογά ψιθυριστά.
Θα έρθει ο καιρός, κάποιοι, να ακούσουν τη βοή μας.
Να δουν, πως σμίγουν, δύο μάτια και μια αγκαλιά.
Της μοναξιάς, την ερημιά δεν τη φοβάμαι,
κι ας μοιάζει αθάνατος, στο γκρέμι του βοριά.
Μια αστροφεγγιά, με μια ματιά, θ’αρθεί το δάκρυ.
Χαμογελώ στη μοναξιά, σβήνω το δάκρυ.
Με μια ματιά, το δειλινό πήρα έναν δρόμο.
πήρα να δω, της λησμονιά σου το σκοπό.
Λησμονημένος, απ’ τα μάτια σου και μόνο,
με την ελπίδα, να υπάρχεις στο παρόν.
Με πήρε ο δρόμος, το πρωινό να μην τελειώσει.
Με δυο ανάσες, παίρνω δύναμη, για να σε δω.
Οδυσσέα εσύ, Δανάη και συ, μη λησμονήσεις...
ότι, δεν γνώριζες σαν ήσουνα παιδί.
Βάσανα και περιπλανήσεις, θα ανταμώσεις την αυγή.
Καλώς να ορίσουν... λέγαν τότε, οι γέροντες σοφοί...
...τα λέγαν τότε, οι γέροντες σοφοί...
...σαν ζωγραφίζαν, με κάρβουνο τη Γη...
...Αν ζωγραφίζαν με κάρβουνο τη Γη...
|
|
Ο κήπος των Γερόντων
Με τους φίλους μου πριν χρόνια μια καλοκαιριά
παίζαμε μικρά ακόμα...
κι αν μας βλέπαν οι γειτόνοι τότε ήταν γραφτώ
το παιχνίδι να φαντάζει μικρό...
Με τους φίλους μου, για χρόνια, εκεί στη ροδιά.
Παραθέταμε, δυο λόγια, κάτω απ’ την σκιά.
Ήταν πράσινα τα φίλα, την καλοκαιριά,
και απ’ τα κόκκινα βλαστάρια, μας κοβόταν η μιλιά.
Κι αν καρτερώ, τέτοιες στιγμές, δυο στάλες να ανταμώσω.
Τη μια η δροσιά της γειτονιάς, και η άλλη της σκιά σου.
Ένα απόγευμα του Ιούνη, στη παλιά μας γειτονιάς.
Ανταμώσαμε στους κήπους, την κυρά μας τη ροδιά.
Μήνυμα έφερνε απ’ τη μια, και απ’ την άλλη δυο παιδιά,
...δυο παιδιά που θα γεννούν δυο ξένοι.
Κι αν καρτερώ, τέτοιες στιγμές, δυο στάλες να ανταμώσω.
Τη μια η δροσιά της γειτονιάς, και η άλλη της σκιά σου...
|
|
Ο Συρμός για Σαλονίκη
Σε ένα συρμό, για Σαλονίκη
με έναν ειρμό... και τη ματιά σου βουρκωμένη.
Στέκω και εγώ, το πλήθος βουβό.
Ως, να γερνούν, οι λέξεις αργούν.
Βλέπω μου γνέφεις, με ένα χαμόγελο μικρό.
Απ’ το παράθυρο... μόλις, που μπαίνει το φως.
Γέρνω στην άκρη, απ’ την δροσιά του αγέρα,
θα μήνης για πάντα, τολμώ να στο πω.
Σου δίνω το χέρι, μου απλώνεις το δάκρυ.
Πια εικόνα, από μόνη της...μπορεί να διαβεί;
...μπορεί να σταθεί;
Πολλές οι μνήμες, φεύγουν και οι ώρες.
Κοιτάς τις φράσεις, πετούν μακριά.
Τα χείλη παγώνουν, το δάκρυ ζεσταίνει,
μένω στη σκέψη τολμώ να σταθώ.
Σου δίνω το χέρι, μου απλώνεις το δάκρυ.
Πια εικόνα, από μόνη της...μπορεί να διαβεί;
...μπορεί να σταθεί;
|